αγανακτητικος

αγανακτητικος
    ἀγανακτητικός
    ἀγᾰνακτητικός
    3
    раздражительный, угрюмый, сердитый
    

(ἦθος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αγανακτητικος" в других словарях:

  • αγανακτητικός — ἀγανακτητικός και ἀγανακτικός ή, όν (Α) [ἀγανακτῶ] ευερέθιστος, ευέξαπτος, οργίλος …   Dictionary of Greek

  • ἀγανακτικώτερον — ἀγανακτητικός apt to be vexed adverbial comp ἀγανακτητικός apt to be vexed masc acc comp sg ἀγανακτητικός apt to be vexed neut nom/voc/acc comp sg ἀγανακτικός adverbial comp ἀγανακτικός masc acc comp sg ἀγανακτικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανακτητικόν — ἀγανακτητικός apt to be vexed masc acc sg ἀγανακτητικός apt to be vexed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανακτικόν — ἀγανακτητικός apt to be vexed masc acc sg ἀγανακτητικός apt to be vexed neut nom/voc/acc sg ἀγανακτικός masc acc sg ἀγανακτικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανακτητικήν — ἀγανακτητικός apt to be vexed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανακτητικῶς — ἀγανακτητικός apt to be vexed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανακτικοί — ἀγανακτητικός apt to be vexed masc nom/voc pl ἀγανακτικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανακτικούς — ἀγανακτητικός apt to be vexed masc acc pl ἀγανακτικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανακτικῆς — ἀγανακτητικός apt to be vexed fem gen sg (attic epic ionic) ἀγανακτικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανακτικῶς — ἀγανακτητικός apt to be vexed adverbial ἀγανακτικός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγανακτικός — ἀγανακτικός, ή, όν (Α) βλ. αγανακτητικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»